Δεν περνά η μπογιά της, δηλαδή μπαγιάτεψε, σταφίδιασε, βγήκε στη σύνταξη ως γυναίκα. Η φράση μας έρχεται από τη βυζαντινή εποχή, όταν οι γυναίκες ήταν ιδιαίτερα κοκέτες. Άλλωστε όταν τα 2/3 των ανδρών κλείνονταν στα μοναστήρια, κάτι έπρεπε να κάνουν οι δύσμοιρες για να τυλίξουν κάποιον από τους εναπομείναντες.
Για να φαίνονται γαϊτανοφρύδες, ξύριζαν τα φρύδια τους και τα ζωγράφιζαν, έβαφαν τα μάτια μπλε, τα χείλη και τα νύχια κόκκινα, ξάνθαιναν τα μαλλιά τους, ενώ έκαναν και... χαλάουα με ένα μίγμα καραμέλας και μαστίχας. Στην αγορά της Κωνσταντινούπολης έβρισκες κάθε είδους κρέμες από βότανα, μέλι, γάλα και μεδούλι, τα οποία δεν αγόραζαν μονάχα οι παστρικιές, αλλά και οι αυτοκράτειρες.
Μία από τις πιο κοκέτες αυτοκράτειρες ήταν η Θεοδώρα, μία γυναίκα του δρόμου που γυάλισε τους Ιουστινιανού και την παντρεύτηκε. Αυτή μπορεί να ήταν πολύ όμορφη, όμως δέκα χρόνια μετά το γάμο έπεσε σε κατάθλιψη και γέρασε πριν την ώρα της. Η επίσημη εξήγηση είναι ότι στενοχωρήθηκε επειδή την απατούσε ο Τζάστιν. Φήμες που θέλουν να το έπαθε επειδή ο αστρολόγος της την ενημέρωσε ότι θα την ενσαρκώσει κάποτε η Ντενίση ελέγχονται ως αβάσιμες.
Η κατάθλιψη πέρασε και η Θοδωρούλα άρχισε να μπογιατίζεται ξανά, όμως πλέον δεν έκανε καμία αίσθηση στον Ιουστιανιανό, που είχε βρει άλλες γκομενίτσες να παίζει. Οι κυρίες της αυλής άρχισαν να γελάν πίσω από την πλάτη της βασίλισσας, λέγοντας ότι όσο και να πασαλείβεται, δεν περνά η μπογιά της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου