Όλοι ξέρουμε την ιστορία της Ωραίας Κοιμωμένης. Πρόκειται για ένα όμορφο, μελιστάλαχτο -και βαρετό είναι η αλήθεια- παραμύθι. Ή μήπως όχι; Η αυθεντική εκδοχή ήταν μία ιστορία βιασμού, νεκροφιλίας και κανιβαλισμού. Προσδεθείτε γιατί είμαι έτοιμος να ασελγήσω πάνω στις χαρούμενες παιδικές σας αναμνήσεις.
Η χαρούμενη έκδοση
Η βερσιόν που όλοι γνωρίζουμε είναι αυτή με την όμορφη πριγκίπισσα που τσίμπησε το δάχτυλό της στο μολυσμένο αδράχτι μιας ανέμης και πέθανε. Μετά από χρόνια ένας όμορφος πρίγκιπας, θαμπωμένος από την ομορφιά της νεκρής -πλην όμως διατηρημένης- Ορόρα (Αυγής στις ελληνικές εκδόσεις), τη φίλησε, εκείνη αναστήθηκε και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Ο Ουόλτ Ντίσνεϊ μετέφερε το παραμύθι στη μεγάλη οθόνη το 1959, ενώ ο Πιοτρ Τσαϊκόφσκι έγραψε τη μουσική για το ομώνυμο μπαλέτο το 1890. Με τη μορφή που ξέρουμε, η ιστορία πρωτοδημοσιεύτηκε το 1697 από τον Γάλλο Σαρλ Περό στο βιβλίο “Ιστορίες των παλιών χρόνων” (ή “Παραμύθια της μαμάς Χήνας”, όπως έγινε ευρύτερα γνωστό). Πρόκειται για το κλασικό έργο όπου πρωτοσυναντάμε άλλους τρεις... σελέμπριτι: τον Παπουτσωμένο Γάτο, την Κοκκινοσκουφίτσα και τη Σταχτοπούτα. Καλά μέχρι εδώ, όμως η υπόθεση έχει ζουμί!
Ο θρύλος της Ωραίας... Βιασμένης
Ο Περό δεν ήταν ο εμπνευστής των παραμυθιών της μαμάς Χήνας, αλλά ο αποδελτιωτής (και εξωραϊστής) της προφορικής παράδοσης. Κάποιες εξ αυτών ήταν στην πραγματικότητα πολύ σκληρές για τα παιδικά αυτιά, με αποκορύφωμα την Ωραία Κοιμωμένη. Η παλαιότερη γραπτή εκδοχή της πρωτότυπης ιστορίας είναι εκείνη του Ιταλού Τζαμπατίστα Μπαζίλε το 1636. Και έχει ως εξής:
Η νεαρή πριγκίπισσα Ταλία τσίμπησε το δάχτυλό της στο αδράχτι και μας άφησε χρόνους. Ο Βασιλιάς πατέρας εναπόθεσε το πτώμα της μοναχοκόρης του σε μεταξένιο σεντόνι, κλείδωσε το παλάτι και αυτοεξορίστηκε στο δάσος. Ο κομπάρσος βασιλιάς φεύγει από την ιστορία και δεν τον ξαναβλέπουμε.
Να σου λοιπόν πετιέται ο νεαρός ιππότης, ο οποίος δεν είναι και τόσο... ευγενής! Καθώς κυνηγούσε στο δάσος, μπάνισε το άδειο παλατάκι και μπούκαρε για πλιάτσικο ο μάγκας. Είδε τη νεκρή Ταλία και θαμπώθηκε. Περιμένετε να τη φιλήσει; Ε, όχι λοιπόν. Ο νεκρόφιλος τη βίασε! Μπόλιασε το ευγενές (και καρπερό) σπέρμα του και μετά από εννιά μήνες η νεκρή Ταλία γέννησε δίδυμα, τον Ήλιο και τη Σελήνη, με τις νεράιδες να αναλαμβάνουν την ανατροφή των μούλικων. Και να σκεφτείτε ότι είμαστε στα μισά.
Μία μέρα, ο γιός της, ο Ήλιος, βύζαινε το δάχτυλο της μαμάς του και ρούφηξε το δηλητήριο. Η Ταλία αναστήθηκε (ήταν τόσο απλό τελικά) και οι νεράιδες της αφηγήθηκαν όσα είχε χάσει. Οι μήνες πέρασαν και ο ευγενής ιππότης είχε ορεξούλες, οπότε επέστρεψε για άλλο ένα γύρο με την πριγκίπισσά του. Έλα όμως που την είδε ζωντανή και ροδαλή ροδαλή. Παραδέχθηκε ότι είναι πατέρας των παιδιών της και πέρασαν ένα θερμό Σαββατοκύριακο (πολύ φυσικό άλλωστε), πριν ο φιλαράκος μας γυρίσει στη γυναίκα του, γιατί (ω, ναι) ήταν ΚΑΙ παντρεμένος ο αλητάμπουρας.
Έλα όμως που η νόμιμη κυρά του τα μαθαίνει όλα. Διατάζει λοιπόν να της φέρουν πισθάγκωνα την Ταλία και τα μπάσταρδα του προκομένου της. Λέει μάλιστα στη μαγείρισσα να σφάξει τα κουτσούβελα και να φτιάξει ένα φρικασέ μούρλια. Στο δείπνο, όλο χαρά η κυρία, σερβίρει τον άντρα του σπιτιού και αφού έχει περιδρομιάσει του ανακοινώνει “έφαγες ό,τι ήταν δικό σου”. Ο τυπάκος δεν νιώθει και πολύ καλά, αλλά εδώ που τα λέμε του αξίζει. Βίασε μία νεκρή στο κάτω κάτω.
Όμως, είναι παραμύθι και του αξίζει ένα χαρούμενο φινάλε. Η καλόκαρδη μαγείρισσα δεν έσφαξε ποτέ τα παιδάκια, αλλά αντ' αυτών μαγείρεψε ένα απλό τραγί. Η σύζυγος του ευγενούς φορτώνει και διατάσσει να καεί στην πυρά η βιασμένη! Όμως, ο ιππότης έσωσε το κορίτσι και έφυγαν για να ζήσουν για πάντα μαζί με τα παιδάκια τους, αφήνοντας τη στέρφα που τόσο καιρό δεν αξιώθηκε να τον κάνει πατέρα και από πάνω τον κατηγορούσε ότι είναι τζούφιος. Εγώ κυρά μου και νεκρές γκαστρώνω, της είπε, πήρε το καπελάκι του κι έφυγε.
Πραγματικά αναρωτιέμαι γιατί ο Ντίσνεϊ δεν διάλεξε αυτή την εκδοχή. Είναι πολύ πιο ρομαντική...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου